γαργάλισμα

γαργάλισμα
το , γαργάλισμός ο
1) щекотание; щекотка; зуд; 2) возбуждение (аппетита, желания и т. п.); 3) побуждение (к действию)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γαργάλισμα" в других словарях:

  • γαργάλισμα — το (Μ γαργάλισμα) [γαργαλίζω] βλ. γαργάλημα …   Dictionary of Greek

  • γαργάλισμα — το το γαργάλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργάλημα — και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, ο ερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών …   Dictionary of Greek

  • ψηλάφηση — η / ψηλάφησις, ήσεως, ΝΜΑ [ψηλαφώ] το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων νεοελλ. ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση τής αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις αρχ. γαργάλισμα …   Dictionary of Greek

  • γαργαλισμός — ο το γαργάλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»